πέταυρος

πέταυρος
(petaurus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών, που αριθμεί διάφορα μικρά μαρσιποφόρα με κοινά χαρακτηριστικά. Το ρύγχος τους είναι οξύ και η ουρά τους δασύτριχη. Τα ζώα αυτά είναι νυχτόβια, ιθαγενή της Αυστραλίας και ζουν στα δέντρα. Σε μερικά είδη η ουρά είναι εδώδιμη. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο σκιουροειδής, που χρησιμοποιεί την ουρά του για συλληπτήριο όργανο. Το είδος αυτό μπορεί να πηδήσει σε απόσταση μέχρι 30 μ. Οι μαρσιποφόροι πέταυροι αναρριχώνται στα ψηλά δέντρα με μεγάλη δεξιοτεχνία.
* * *
ο, Ν ζωολ.
γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αυστραλίας που έχουν την ικανότητα να αερολισθαίνουν, όπως και άλλα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petaurus < λατ. pataurista «ακροβάτης» < πέταυρον / πέτευρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • δασύκερκος φαλαγγιστής — (phalangista vulpinus).Θηλαστικό μαρσιποφόρο ζώο της οικογένειας των φαλαγγεριδών ή φαλαγγιστιδών. Ο δ.φ. μοιάζει με τον σκίουρο και στη μορφή του με την αλεπού. Ζει στην Αυστραλία και στην Τασμανία. Άλλα είδη της οικογένειας αυτής είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • ιπτάμενος σκίουρος — Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των πεταυριδών της τάξης των διπρωτοδοντίων. Ονομάζεται και πέταυρος (petaurus). Είναι γνήσιο δενδρόβιο και νυκτόβιο ζώο, ενώ ξεχωρίζει από τα πόδια του, που έχουν και τα τέσσερα το ίδιο περίπου μήκος και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”